-
1 συν-εμ-βολή
συν-εμ-βολή, ἡ, gemeinschaftlicher Einfall; κώπης ῥοϑιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην, mit gemeinschaftlichem, regelmäßigem Einfalle, Einschlagen der Ruder, Aesch. Pers. 388; πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς, Ag. 957, das Zusammenwerfen der Taue am Schiffshintertheile; die Lesart der codd. ist ξυνεμβόλοις, u. die Stelle wahrscheinlich verderbt.
-
2 ῥοθιάς
ῥοθιάς, άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu ῥόϑιος, rauschend, κώπης ῥοϑιάδος ξυνεμβολή, Aesch. Pers. 388.
-
3 συνεμβολή
συν-εμ-βολή, ἡ, gemeinschaftlicher Einfall; κώπης ῥοϑιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην, mit gemeinschaftlichem, regelmäßigem Einfalle, Einschlagen der Ruder; πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς, das Zusammenwerfen der Taue am Schiffshinterteile
См. также в других словарях:
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek